λαυράτο(ν)

λαυράτο(ν)
το (AM λαυρᾱτον, Α και λαυρεᾱτον)
(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) νόμισμα πάνω στη μια πλευρά τού οποίου υπήρχε δαφνοστεφής προτομή στρατηγού ή αυτοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laureatum, ουδ. τού laureatus < λατ. laurea «δάφνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”